αλεικυκλικές ενώσεις — Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τρία ή περισσότερα άτομα άνθρακα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. alicyclic compounds < alicyclic <… … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek
διαζωνιακές ενώσεις — Οργανικές ενώσεις που έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και χαρακτηρίζονται από την παρουσία δύο ατόμων αζώτου στο μόριό τους, ενωμένων μεταξύ τους με διπλό δεσμό. Αντιστοιχούν στον γενικό τύπο ΧΝ2R, όπου Χ και R παριστάνουν δύο ομάδες που μπορούν … Dictionary of Greek
άκυκλες ή αλειφατικές ή λιπαρές ενώσεις — Οργανικές χημικές ενώσεις που στο μόριό τους δεν υπάρχουν κλειστές αλυσίδες ατόμων άνθρακα (π.χ. μεθάνιο CH4, αιθάνιο CH3 CH3, βουτάνιο CH3–CH2–CH2–CH3 κλπ.) … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek